- θεριζοαλωνιστικός
- η , ό зерноуборочный;
θεριζοαλωνιστική μηχανή — зерноуборочный комбайн
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεριζοαλωνιστική μηχανή — зерноуборочный комбайн
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεριζοαλωνιστικός — και θεραλωνιστικός, ή, ό (γεωπ. τεχνολ.) φρ. «θεριζοαλωνιστική μηχανή» ή «θεραλωνιστική μηχανή» σύνθετη γεωργική μηχανή που θερίζει και αλωνίζει τα σιτηρά, «κομπίνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + αλωνιστικός (< αλωνιστής < αλωνίζω). Απόδοση στην… … Dictionary of Greek
θεραλωνιστικός — ή, ό βλ. θεριζοαλωνιστικός … Dictionary of Greek